- ολογραφία
- tam (kısaltmadan) yazma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ολογραφία — (I) η μέθοδος δημιουργίας ενός και μόνου φωτογραφικού ειδώλου χωρίς χρήση φακού, τού οποίου το αποτύπωμα, που λέγεται ολόγραμμα ή ολογράφημα, παρουσιάζει το αντικείμενο σε τρεις διαστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. holographic <… … Dictionary of Greek
Γκαμπόρ, Ντένις — (Dennis Gabor, Βουδαπέστη 1900 – 1979). Ούγγρος φυσικός επιστήμονας. Αποφοίτησε το 1924 από το πολυτεχνείο του Βερολίνου, από το οποίο έλαβε διδακτορικό τίτλο το 1927. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του παρακολουθούσε παράλληλα μαθήματα στη σχολή… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek